- βλαβερότητα
- [влавэротита] ουσ. Θ. вредность, пагубность,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
βλαβερότητα — η το να είναι κάτι βλαβερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλαβερός. Η λ. μαρτυρείται ως βλαβερότης από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Νικολάου Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek